πανιερότατος

πανιερότατος
Τίτλος προσφωνητικός μητροπολιτών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο τίτλος αυτός, στο κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σπάνια ήταν σε χρήση, στην περίπτωση των μητροπολιτών που η έδρα τους βρισκόταν γύρω από την Κωνσταντινούπολη και οι οποίοι ήταν μέλη της τοπικής συνόδου. Στον ελληνικό χώρο, επικράτησε να προσφωνείται π. ο αρχιεπίσκοπος της Αθήνας.
* * *
πανιερώτατος, ὁ, ΝΜ
βλ. πανίερος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πανίερος — η, ο / πανίερος, ον, ΝΜΑ πολύ ιερός, ιερότατος, αγιότατος || (νεοελλ. μσν.) (το αρσ. στον υπερθ. βαθμό) πανιερότατος και πανιερώτατος τιμητικός τίτλος που αποδίδεται κατά τις προσφωνήσεις σε μητροπολίτη ή επίσκοπο τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • πανίερος — η, ο ο πολύ ιερός, ο ιερότατος. Το υπερθετικό πανιερότατος προσφώνηση μητροπολιτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”